- τρίστεγον
- τὸ, Αβλ. τρίστεγος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρίστεγον — τρίστεγος of masc/fem acc sg τρίστεγος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριστέγη — ἡ, Α το τρίστεγον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τρίστεγον, κατά τα θηλ. σε η] … Dictionary of Greek
τρίστεγος — ον, Α 1. τριώροφος («στοαὶ τρίστεγοι», Διον. Αλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίστεγον ο τρίτος όροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στεγος (< στέγη), πρβλ. δεκά στεγος] … Dictionary of Greek
ԴՍՏԻԿՈՆ — (ի.) NBH 1 0641 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. Բառ յն. սդէ՛ղօս, սդէ՛ղի. στέγος, στέγη tectum Յարկ. տան ծածքը, եւ խաթը. որպէս եւ դռի՛սդէղօն. τρίστεγον Եռայարկ. Երրորդ յարկ. վերնատուն. վերնայարկ. որ եւ ὐπερῷον վերի խաթ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)